Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέω
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιανέμω
προσδιαπράσσω
προσδιασαφέω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιηγέομαι
προσδικάζω
προσδιορθόω
View word page
προσδιαλέγομαι
προσδιαλέγομαι Dep. to answer in conversation or disputation, Hdt.
ShortDef
to answer in conversation
Debugging
Headword:
προσδιαλέγομαι
Headword (normalized):
προσδιαλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδιαλεγομαι
IDX:
27942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27975
Key:
prosdiale/gomai
Data
{'content': 'προσδιαλέγομαι\n Dep. to answer in conversation or disputation, Hdt.', 'key': 'prosdiale/gomai'}