Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέω
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιανέμω
προσδιαπράσσω
προσδιασαφέω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
προσδιηγέομαι
προσδικάζω
View word page
προσδιαιρέω
προσδιαιρέω Mid. to distinguish further, Arist.
ShortDef
apportion, mid. distinguish further
Debugging
Headword:
προσδιαιρέω
Headword (normalized):
προσδιαιρέω
Headword (normalized/stripped):
προσδιαιρεω
IDX:
27941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27974
Key:
prosdiaire/omai
Data
{'content': 'προσδιαιρέω\n Mid. to distinguish further, Arist.', 'key': 'prosdiaire/omai'}