Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσγυμνάζω
προσδανείζω
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέω
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιανέμω
προσδιαπράσσω
προσδιασαφέω
προσδιαφθείρω
προσδιδάσκω
προσδίδωμι
View word page
προσδηλέομαι
προσδηλέομαι Dep. to ruin or destroy besides, Hdt.

ShortDef

to ruin

Debugging

Headword:
προσδηλέομαι
Headword (normalized):
προσδηλέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδηλεομαι
IDX:
27939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27972
Key:
prosdhle/omai

Data

{'content': 'προσδηλέομαι\n Dep. to ruin or destroy besides, Hdt.', 'key': 'prosdhle/omai'}