Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσγειος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσδανείζω
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέω
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιανέμω
προσδιαπράσσω
View word page
πρόσδετος
πρόσδετος πρόσ-δετος, ον, tied to a thing, τινι Eur.

ShortDef

tied to

Debugging

Headword:
πρόσδετος
Headword (normalized):
πρόσδετος
Headword (normalized/stripped):
προσδετος
IDX:
27935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27968
Key:
pro/sdetos

Data

{'content': 'πρόσδετος\n πρόσ-δετος, ον,\n tied to a thing, τινι Eur.', 'key': 'pro/sdetos'}