Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσβραχής
πρόσγειος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσδανείζω
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
προσδιαβάλλω
προσδιαιρέω
προσδιαλέγομαι
προσδιαμαρτυρέω
προσδιανέμω
View word page
προσδέρκομαι
προσδέρκομαι Doric ποτι-δέρκομαι fut. -δέρξομαι aor2 act. -έδρακον aor1 pass. -εδέρχθην perf. -δέδορκα Dep. to look at, behold, Od., Aesch., etc. to look closely, Soph.

ShortDef

to look at, behold

Debugging

Headword:
προσδέρκομαι
Headword (normalized):
προσδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδερκομαι
IDX:
27934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27967
Key:
prosde/rkomai

Data

{'content': 'προσδέρκομαι\n Doric ποτι-δέρκομαι\n fut. -δέρξομαι\n aor2 act. -έδρακον\n aor1 pass. -εδέρχθην\n perf. -δέδορκα\n Dep.\n to look at, behold, Od., Aesch., etc.\n to look closely, Soph.', 'key': 'prosde/rkomai'}