Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσβλέπω
προσβοάω
προσβοηθέω
προσβολή
πρόσβορρος
προσβραχής
πρόσγειος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσδανείζω
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδέω
προσδέω
προσδηλέομαι
View word page
προσγυμνάζω
προσγυμνάζω fut. σω to exercise at or in a thing, Plat.:—Pass., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Plut.

ShortDef

to exercise at

Debugging

Headword:
προσγυμνάζω
Headword (normalized):
προσγυμνάζω
Headword (normalized/stripped):
προσγυμναζω
IDX:
27929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27962
Key:
prosgumna/zw

Data

{'content': 'προσγυμνάζω\n fut. σω\n to exercise at or in a thing, Plat.:—Pass., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Plut.', 'key': 'prosgumna/zw'}