Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσβιάζομαι
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλέπω
προσβοάω
προσβοηθέω
προσβολή
πρόσβορρος
προσβραχής
πρόσγειος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσδανείζω
προσδαπανάω
πρόσδεγμα
προσδεής
προσδέρκομαι
πρόσδετος
προσδέχομαι
View word page
προσγελάω
προσγελάω fut. άσομαι to look laughing at one, τινά Hdt., Eur., etc.; c. acc. cogn., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων smile your last smile upon me, Eur. metaph., like Lat. arrideo, to delight, ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ Aesch.

ShortDef

to look laughing at

Debugging

Headword:
προσγελάω
Headword (normalized):
προσγελάω
Headword (normalized/stripped):
προσγελαω
IDX:
27926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27959
Key:
prosgela/w

Data

{'content': 'προσγελάω\n fut. άσομαι\n to look laughing at one, τινά Hdt., Eur., etc.; c. acc. cogn., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων smile your last smile upon me, Eur.\n metaph., like Lat. arrideo, to delight, ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ Aesch.', 'key': 'prosgela/w'}