Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
πρόσβασις
προσβατός
προσβιάζομαι
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλέπω
προσβοάω
προσβοηθέω
προσβολή
πρόσβορρος
προσβραχής
πρόσγειος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσδανείζω
προσδαπανάω
View word page
προσβοηθέω
προσβοηθέω Ionic -βωθέω fut. ήσω to come to aid, come up with succour, προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.: absol., Thuc.

ShortDef

to come to aid, come up with succour

Debugging

Headword:
προσβοηθέω
Headword (normalized):
προσβοηθέω
Headword (normalized/stripped):
προσβοηθεω
IDX:
27921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27954
Key:
prosbohqe/w

Data

{'content': 'προσβοηθέω\n Ionic -βωθέω\n fut. ήσω\n to come to aid, come up with succour, προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.: absol., Thuc.', 'key': 'prosbohqe/w'}