Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσαφαιρέω
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
πρόσβασις
προσβατός
προσβιάζομαι
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλέπω
προσβοάω
προσβοηθέω
προσβολή
πρόσβορρος
προσβραχής
πρόσγειος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγράφω
προσγυμνάζω
View word page
προσβλέπω
προσβλέπω Doric ποτι-βλέπω fut. -βλέψω fut. ψομαι to look at or upon, τινά Trag.:—rarely c. dat., Xen., Plut. of things, to regard, Soph., Dem.

ShortDef

to look at

Debugging

Headword:
προσβλέπω
Headword (normalized):
προσβλέπω
Headword (normalized/stripped):
προσβλεπω
IDX:
27919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27952
Key:
prosble/pw

Data

{'content': 'προσβλέπω\n Doric ποτι-βλέπω\n fut. -βλέψω\n fut. ψομαι\n to look at or upon, τινά Trag.:—rarely c. dat., Xen., Plut.\n of things, to regard, Soph., Dem.', 'key': 'prosble/pw'}