Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
πρόσβασις
προσβατός
προσβιάζομαι
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλέπω
προσβοάω
προσβοηθέω
προσβολή
πρόσβορρος
προσβραχής
πρόσγειος
προσγελάω
προσγίγνομαι
προσγράφω
View word page
προσβιόω
προσβιόω fut. βιώσομαι to live longer, Plut.

ShortDef

to live longer

Debugging

Headword:
προσβιόω
Headword (normalized):
προσβιόω
Headword (normalized/stripped):
προσβιοω
IDX:
27918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27951
Key:
prosbio/w

Data

{'content': 'προσβιόω\n fut. βιώσομαι\n to live longer, Plut.', 'key': 'prosbio/w'}