Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
πρόσβασις
προσβατός
προσβιάζομαι
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλέπω
προσβοάω
προσβοηθέω
προσβολή
πρόσβορρος
προσβραχής
View word page
πρόσβασις
πρόσβασις πρόσβᾰσις, εως, προσβαίνω a means of approach, access, Hdt., Thuc.; προσβάσεις πύργων means of approaching the towers, Eur.

ShortDef

a means of approach, access

Debugging

Headword:
πρόσβασις
Headword (normalized):
πρόσβασις
Headword (normalized/stripped):
προσβασις
IDX:
27914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27947
Key:
pro/sbasis

Data

{'content': 'πρόσβασις\n πρόσβᾰσις, εως,\n προσβαίνω\n a means of approach, access, Hdt., Thuc.; προσβάσεις πύργων means of approaching the towers, Eur.', 'key': 'pro/sbasis'}