Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσαρκέω
προσάρκτιος
προσαρμόζω
προσαρτάω
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
πρόσβασις
προσβατός
προσβιάζομαι
προσβιβάζω
προσβιόω
View word page
προσαύω
προσαύω fut. -αύσω to burn against, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ Soph.

ShortDef

to burn against

Debugging

Headword:
προσαύω
Headword (normalized):
προσαύω
Headword (normalized/stripped):
προσαυω
IDX:
27908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27941
Key:
prosau/w

Data

{'content': 'προσαύω\n fut. -αύσω\n to burn against, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ Soph.', 'key': 'prosau/w'}