Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσάπτω
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσαρκέω
προσάρκτιος
προσαρμόζω
προσαρτάω
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
πρόσβασις
προσβατός
προσβιάζομαι
προσβιβάζω
View word page
προσαύλειος
προσαύλειος προσ-αύλειος, ον, near a farm-yard, rustic, Eur.

ShortDef

near a farm-yard, rustic

Debugging

Headword:
προσαύλειος
Headword (normalized):
προσαύλειος
Headword (normalized/stripped):
προσαυλειος
IDX:
27907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27940
Key:
prosau/leios

Data

{'content': 'προσαύλειος\n προσ-αύλειος, ον,\n near a farm-yard, rustic, Eur.', 'key': 'prosau/leios'}