Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσαποφέρω
προσαπτέος
προσάπτω
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσαρκέω
προσάρκτιος
προσαρμόζω
προσαρτάω
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
πρόσβασις
προσβατός
View word page
προσαυαίνομαι
προσαυαίνομαι Pass. to wither away upon, πέτραις Aesch.
ShortDef
to wither away upon
Debugging
Headword:
προσαυαίνομαι
Headword (normalized):
προσαυαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαυαινομαι
IDX:
27905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27938
Key:
prosauai/nomai
Data
{'content': 'προσαυαίνομαι\n Pass. to wither away upon, πέτραις Aesch.', 'key': 'prosauai/nomai'}