Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσαποτίνω
προσαποφέρω
προσαπτέος
προσάπτω
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσαρκέω
προσάρκτιος
προσαρμόζω
προσαρτάω
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
πρόσβασις
View word page
προσατιμόομαι
προσατιμόομαι to be deprived of civil rights besides, Dem.: Pass., perf. part. προσητιμωμένος Dem.

ShortDef

to be deprived of civil rights besides

Debugging

Headword:
προσατιμόομαι
Headword (normalized):
προσατιμόομαι
Headword (normalized/stripped):
προσατιμοομαι
IDX:
27904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27937
Key:
prosatimo/w

Data

{'content': 'προσατιμόομαι\n to be deprived of civil rights besides, Dem.: Pass., perf. part. προσητιμωμένος Dem.', 'key': 'prosatimo/w'}