Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσαποτιμάω
προσαποτίνω
προσαποφέρω
προσαπτέος
προσάπτω
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσαρκέω
προσάρκτιος
προσαρμόζω
προσαρτάω
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσβαίνω
προσβάλλω
View word page
προσαρτάω
προσαρτάω fut. ήσω to fasten or attach to, τί τινι Babr.:—Pass. to be fastened or attached to, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν Xen.: to accrue to one, λῆμμα προσήρτηται Dem.

ShortDef

to fasten to, attach to

Debugging

Headword:
προσαρτάω
Headword (normalized):
προσαρτάω
Headword (normalized/stripped):
προσαρταω
IDX:
27903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27936
Key:
prosarta/w

Data

{'content': 'προσαρτάω\n fut. ήσω\n to fasten or attach to, τί τινι Babr.:—Pass. to be fastened or attached to, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν Xen.: to accrue to one, λῆμμα προσήρτηται Dem.', 'key': 'prosarta/w'}