Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσαποστέλλω
προσαποστερέω
προσαποτιμάω
προσαποτίνω
προσαποφέρω
προσαπτέος
προσάπτω
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσαρκέω
προσάρκτιος
προσαρμόζω
προσαρτάω
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
View word page
προσάρκτιος
προσάρκτιος προσ-άρκτιος, ον, ἄρκτος towards the north, Strab.
ShortDef
towards the north
Debugging
Headword:
προσάρκτιος
Headword (normalized):
προσάρκτιος
Headword (normalized/stripped):
προσαρκτιος
IDX:
27901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27934
Key:
prosa/rktios
Data
{'content': 'προσάρκτιος\n προσ-άρκτιος, ον,\n ἄρκτος\n towards the north, Strab.', 'key': 'prosa/rktios'}