Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσαπόλλυμι
προσαποπέμπω
προσαπορέω
προσαποστέλλω
προσαποστερέω
προσαποτιμάω
προσαποτίνω
προσαποφέρω
προσαπτέος
προσάπτω
προσαραρίσκω
προσαράσσω
προσαρκέω
προσάρκτιος
προσαρμόζω
προσαρτάω
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαύω
View word page
προσαραρίσκω
προσαραρίσκω perf. 2 προσάρᾱρα Ionic -άρηρα to fit to:—intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.: an Ionic perf. pass. προσαρήρεται Hes.

ShortDef

to fit to

Debugging

Headword:
προσαραρίσκω
Headword (normalized):
προσαραρίσκω
Headword (normalized/stripped):
προσαραρισκω
IDX:
27898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27931
Key:
prosarari/skw

Data

{'content': 'προσαραρίσκω\n perf. 2 προσάρᾱρα\n Ionic -άρηρα\n to fit to:—intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.: an Ionic perf. pass. προσαρήρεται Hes.', 'key': 'prosarari/skw'}