Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσαπαιτέω
προσαπατάω
προσαπειλέω
προσαπερείδομαι
προσαποβάλλω
προσαποδείκνυμι
προσαποδίδωμι
προσαποκρίνομαι
προσαποκτείνω
προσαπόλλυμι
προσαποπέμπω
προσαπορέω
προσαποστέλλω
προσαποστερέω
προσαποτιμάω
προσαποτίνω
προσαποφέρω
προσαπτέος
προσάπτω
προσαραρίσκω
προσαράσσω
View word page
προσαποπέμπω
προσαποπέμπω fut. ψω to send away or off besides, Ar.

ShortDef

to send away

Debugging

Headword:
προσαποπέμπω
Headword (normalized):
προσαποπέμπω
Headword (normalized/stripped):
προσαποπεμπω
IDX:
27889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27922
Key:
prosapope/mpw

Data

{'content': 'προσαποπέμπω\n fut. ψω\n to send away or off besides, Ar.', 'key': 'prosapope/mpw'}