Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσανερωτάω
προσανευρίσκω
προσανέχω
προσανής
προσάντης
προσαντιλαμβάνομαι
προσαξιόω
προσαπαγγέλλω
προσαπαιτέω
προσαπατάω
προσαπειλέω
προσαπερείδομαι
προσαποβάλλω
προσαποδείκνυμι
προσαποδίδωμι
προσαποκρίνομαι
προσαποκτείνω
προσαπόλλυμι
προσαποπέμπω
προσαπορέω
προσαποστέλλω
View word page
προσαπειλέω
προσαπειλέω fut. ήσω to threaten besides, ap. Dem.

ShortDef

to threaten besides

Debugging

Headword:
προσαπειλέω
Headword (normalized):
προσαπειλέω
Headword (normalized/stripped):
προσαπειλεω
IDX:
27881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27914
Key:
prosapeile/w

Data

{'content': 'προσαπειλέω\n fut. ήσω\n to threaten besides, ap. Dem.', 'key': 'prosapeile/w'}