Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσανατίθημι
προσανατρέχω
προσανατρίβω
προσανεῖπον
προσανέρπω
προσανερωτάω
προσανευρίσκω
προσανέχω
προσανής
προσάντης
προσαντιλαμβάνομαι
προσαξιόω
προσαπαγγέλλω
προσαπαιτέω
προσαπατάω
προσαπειλέω
προσαπερείδομαι
προσαποβάλλω
προσαποδείκνυμι
προσαποδίδωμι
προσαποκρίνομαι
View word page
προσαντιλαμβάνομαι
προσαντιλαμβάνομαι Mid. to take hold of one another, τῶν χειρῶν by the hands, Strab.
ShortDef
to take hold of one another
Debugging
Headword:
προσαντιλαμβάνομαι
Headword (normalized):
προσαντιλαμβάνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσαντιλαμβανομαι
IDX:
27876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27909
Key:
prosantilamba/nomai
Data
{'content': 'προσαντιλαμβάνομαι\n Mid. to take hold of one another, τῶν χειρῶν by the hands, Strab.', 'key': 'prosantilamba/nomai'}