Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσανασείω
προσαναστέλλω
προσανατέλλω
προσανατίθημι
προσανατρέχω
προσανατρίβω
προσανεῖπον
προσανέρπω
προσανερωτάω
προσανευρίσκω
προσανέχω
προσανής
προσάντης
προσαντιλαμβάνομαι
προσαξιόω
προσαπαγγέλλω
προσαπαιτέω
προσαπατάω
προσαπειλέω
προσαπερείδομαι
προσαποβάλλω
View word page
προσανέχω
προσανέχω fut. -ανέξω to wait patiently for a thing, c. dat., Polyb.:—also c. acc., Polyb.

ShortDef

to wait patiently for

Debugging

Headword:
προσανέχω
Headword (normalized):
προσανέχω
Headword (normalized/stripped):
προσανεχω
IDX:
27873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27906
Key:
prosane/xw

Data

{'content': 'προσανέχω\n fut. -ανέξω\n to wait patiently for a thing, c. dat., Polyb.:—also c. acc., Polyb.', 'key': 'prosane/xw'}