Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσαναπαύω
προσαναπληρόω
προσαναρρήγνυμι
προσανασείω
προσαναστέλλω
προσανατέλλω
προσανατίθημι
προσανατρέχω
προσανατρίβω
προσανεῖπον
προσανέρπω
προσανερωτάω
προσανευρίσκω
προσανέχω
προσανής
προσάντης
προσαντιλαμβάνομαι
προσαξιόω
προσαπαγγέλλω
προσαπαιτέω
προσαπατάω
View word page
προσανέρπω
προσανέρπω fut. ψω to creep up to, Plut.
ShortDef
to creep up to
Debugging
Headword:
προσανέρπω
Headword (normalized):
προσανέρπω
Headword (normalized/stripped):
προσανερπω
IDX:
27870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27903
Key:
prosane/rpw
Data
{'content': 'προσανέρπω\n fut. ψω\n to creep up to, Plut.', 'key': 'prosane/rpw'}