Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσαναλίσκω
προσαναπαύω
προσαναπληρόω
προσαναρρήγνυμι
προσανασείω
προσαναστέλλω
προσανατέλλω
προσανατίθημι
προσανατρέχω
προσανατρίβω
προσανεῖπον
προσανέρπω
προσανερωτάω
προσανευρίσκω
προσανέχω
προσανής
προσάντης
προσαντιλαμβάνομαι
προσαξιόω
προσαπαγγέλλω
προσαπαιτέω
View word page
προσανεῖπον
προσανεῖπον aor2 of προσαναγορεύω to declare, publish, order besides, Xen.
ShortDef
to declare, publish, order besides
Debugging
Headword:
προσανεῖπον
Headword (normalized):
προσανεῖπον
Headword (normalized/stripped):
προσανειπον
IDX:
27869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27902
Key:
prosanei=pon
Data
{'content': 'προσανεῖπον\n aor2 of προσαναγορεύω\n to declare, publish, order besides, Xen.', 'key': 'prosanei=pon'}