Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσανάγω
προσαναιρέω
προσαναισιμόομαι
προσανακαλύπτω
προσανάκλιμα
προσαναλαμβάνω
προσαναλίσκω
προσαναπαύω
προσαναπληρόω
προσαναρρήγνυμι
προσανασείω
προσαναστέλλω
προσανατέλλω
προσανατίθημι
προσανατρέχω
προσανατρίβω
προσανεῖπον
προσανέρπω
προσανερωτάω
προσανευρίσκω
προσανέχω
View word page
προσανασείω
προσανασείω fut. σω to shake up or about besides:— Pass. to be roused still further, Polyb.; δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο were being promoted against him, Plut.

ShortDef

to shake up

Debugging

Headword:
προσανασείω
Headword (normalized):
προσανασείω
Headword (normalized/stripped):
προσανασειω
IDX:
27863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27896
Key:
prosanasei/w

Data

{'content': 'προσανασείω\n fut. σω\n to shake up or about besides:— Pass. to be roused still further, Polyb.; δίκαι αὐτῷ προσανεσείοντο were being promoted against him, Plut.', 'key': 'prosanasei/w'}