Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσαναγορεύω
προσαναγράφω
προσανάγω
προσαναιρέω
προσαναισιμόομαι
προσανακαλύπτω
προσανάκλιμα
προσαναλαμβάνω
προσαναλίσκω
προσαναπαύω
προσαναπληρόω
προσαναρρήγνυμι
προσανασείω
προσαναστέλλω
προσανατέλλω
προσανατίθημι
προσανατρέχω
προσανατρίβω
προσανεῖπον
προσανέρπω
προσανερωτάω
View word page
προσαναπληρόω
προσαναπληρόω fut. ώσω to fill up or replenish besides, Arist., NTest.:—Mid. to add so as to fill up, Plat.

ShortDef

to fill up

Debugging

Headword:
προσαναπληρόω
Headword (normalized):
προσαναπληρόω
Headword (normalized/stripped):
προσαναπληροω
IDX:
27861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27894
Key:
prosanaplhro/w

Data

{'content': 'προσαναπληρόω\n fut. ώσω\n to fill up or replenish besides, Arist., NTest.:—Mid. to add so as to fill up, Plat.', 'key': 'prosanaplhro/w'}