Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσαναβαίνω
προσανάβασις
προσαναγιγνώσκω
προσαναγκάζω
προσαναγορεύω
προσαναγράφω
προσανάγω
προσαναιρέω
προσαναισιμόομαι
προσανακαλύπτω
προσανάκλιμα
προσαναλαμβάνω
προσαναλίσκω
προσαναπαύω
προσαναπληρόω
προσαναρρήγνυμι
προσανασείω
προσαναστέλλω
προσανατέλλω
προσανατίθημι
προσανατρέχω
View word page
προσανάκλιμα
προσανάκλιμα προσ-ανάκλῐμα, ατος, τό, that on which one leans, Anth.
ShortDef
that on which one leans
Debugging
Headword:
προσανάκλιμα
Headword (normalized):
προσανάκλιμα
Headword (normalized/stripped):
προσανακλιμα
IDX:
27857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27890
Key:
prosana/klima
Data
{'content': 'προσανάκλιμα\n προσ-ανάκλῐμα, ατος, τό,\n that on which one leans, Anth.', 'key': 'prosana/klima'}