Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσαμείβομαι
προσαμέλγομαι
προσαμύνω
προσαμφιέννυμι
προσαναβαίνω
προσανάβασις
προσαναγιγνώσκω
προσαναγκάζω
προσαναγορεύω
προσαναγράφω
προσανάγω
προσαναιρέω
προσαναισιμόομαι
προσανακαλύπτω
προσανάκλιμα
προσαναλαμβάνω
προσαναλίσκω
προσαναπαύω
προσαναπληρόω
προσαναρρήγνυμι
προσανασείω
View word page
προσανάγω
προσανάγω fut. ξω seemingly intr. πρ. τῇ γῇ to put back to land, Plut.

ShortDef

to put back to

Debugging

Headword:
προσανάγω
Headword (normalized):
προσανάγω
Headword (normalized/stripped):
προσαναγω
IDX:
27853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27886
Key:
prosana/gw

Data

{'content': 'προσανάγω\n fut. ξω\n seemingly intr. πρ. τῇ γῇ to put back to land, Plut.', 'key': 'prosana/gw'}