Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσακτέος
προσαλείφω
προσάλλομαι
προσάλπειος
προσάμβασις
προσαμείβομαι
προσαμέλγομαι
προσαμύνω
προσαμφιέννυμι
προσαναβαίνω
προσανάβασις
προσαναγιγνώσκω
προσαναγκάζω
προσαναγορεύω
προσαναγράφω
προσανάγω
προσαναιρέω
προσαναισιμόομαι
προσανακαλύπτω
προσανάκλιμα
προσαναλαμβάνω
View word page
προσανάβασις
προσανάβασις a going up, ascent, κλίμακος προσαμβάσεις ascent by means of ladders, i. e. scaling ladders, Aesch., Eur.; πρ. Eur.; τειχέων πρ. a place where they may be approached, Eur.; δωμάτων πρ. i. e. the steps leading to the house, Eur.

ShortDef

a going up, ascent

Debugging

Headword:
προσανάβασις
Headword (normalized):
προσανάβασις
Headword (normalized/stripped):
προσαναβασις
IDX:
27848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27881
Key:
prosana/basis

Data

{'content': 'προσανάβασις\n a going up, ascent, κλίμακος προσαμβάσεις ascent by means of ladders, i. e. scaling ladders, Aesch., Eur.; πρ. Eur.; τειχέων πρ. a place where they may be approached, Eur.; δωμάτων πρ. i. e. the steps leading to the house, Eur.', 'key': 'prosana/basis'}