Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαιτιάομαι
προσακοντίζω
προσακούω
προσακροβολίζομαι
προσακτέος
προσαλείφω
προσάλλομαι
προσάλπειος
προσάμβασις
προσαμείβομαι
προσαμέλγομαι
προσαμύνω
προσαμφιέννυμι
προσαναβαίνω
προσανάβασις
προσαναγιγνώσκω
προσαναγκάζω
προσαναγορεύω
View word page
προσάλπειος
προσάλπειος προσ-άλπειος, ον, Ἄλπεις near the Alps, Strab.

ShortDef

near the Alps

Debugging

Headword:
προσάλπειος
Headword (normalized):
προσάλπειος
Headword (normalized/stripped):
προσαλπειος
IDX:
27841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27874
Key:
prosa/lpeios

Data

{'content': 'προσάλπειος\n προσ-άλπειος, ον,\n Ἄλπεις\n near the Alps, Strab.', 'key': 'prosa/lpeios'}