Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσαιθρίζω
προσαιρέομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαιτιάομαι
προσακοντίζω
προσακούω
προσακροβολίζομαι
προσακτέος
προσαλείφω
προσάλλομαι
προσάλπειος
προσάμβασις
προσαμείβομαι
προσαμέλγομαι
προσαμύνω
προσαμφιέννυμι
προσαναβαίνω
προσανάβασις
προσαναγιγνώσκω
View word page
προσαλείφω
προσαλείφω fut. ψω to rub or smear upon, τί τινι Od.
ShortDef
to rub
Debugging
Headword:
προσαλείφω
Headword (normalized):
προσαλείφω
Headword (normalized/stripped):
προσαλειφω
IDX:
27839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27872
Key:
prosalei/fw
Data
{'content': 'προσαλείφω\n fut. ψω\n to rub or smear upon, τί τινι Od.', 'key': 'prosalei/fw'}