Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσαγορεύω
προσάγω
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγός
προσᾴδω
προσαιθρίζω
προσαιρέομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαιτιάομαι
προσακοντίζω
προσακούω
προσακροβολίζομαι
προσακτέος
προσαλείφω
προσάλλομαι
προσάλπειος
προσάμβασις
προσαμείβομαι
View word page
προσαίτης
προσαίτης from προσαιτέω προσαίτης, ου, ὁ, a beggar, Luc.
ShortDef
a beggar
Debugging
Headword:
προσαίτης
Headword (normalized):
προσαίτης
Headword (normalized/stripped):
προσαιτης
IDX:
27833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27866
Key:
prosai/ths
Data
{'content': 'προσαίτης\n from προσαιτέω\n προσαίτης, ου, ὁ,\n a beggar, Luc.', 'key': 'prosai/ths'}