Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσαγγέλλω
προσαγορευτέος
προσαγορεύω
προσάγω
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγός
προσᾴδω
προσαιθρίζω
προσαιρέομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαιτιάομαι
προσακοντίζω
προσακούω
προσακροβολίζομαι
προσακτέος
προσαλείφω
προσάλλομαι
προσάλπειος
View word page
προσαΐσσω
προσαΐσσω Attic -ᾴσσω fut. ξω to rush to, Od.; ὀμίχλη πρ. ὄσσοις a cloud comes over my eyes, Aesch.
ShortDef
spring to, dart to
Debugging
Headword:
προσαΐσσω
Headword (normalized):
προσαΐσσω
Headword (normalized/stripped):
προσαισσω
IDX:
27831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27864
Key:
prosai/ssw
Data
{'content': 'προσαΐσσω\n Attic -ᾴσσω\n fut. ξω\n to rush to, Od.; ὀμίχλη πρ. ὄσσοις a cloud comes over my eyes, Aesch.', 'key': 'prosai/ssw'}