Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόρριζος
προσάββατον
προσαγγέλλω
προσαγορευτέος
προσαγορεύω
προσάγω
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγός
προσᾴδω
προσαιθρίζω
προσαιρέομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
προσαίτης
προσαιτιάομαι
προσακοντίζω
προσακούω
προσακροβολίζομαι
προσακτέος
προσαλείφω
View word page
προσαιθρίζω
προσαιθρίζω to raise high in air, Aesch.

ShortDef

to raise high in air

Debugging

Headword:
προσαιθρίζω
Headword (normalized):
προσαιθρίζω
Headword (normalized/stripped):
προσαιθριζω
IDX:
27829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27862
Key:
prosaiqri/zw

Data

{'content': 'προσαιθρίζω\n to raise high in air, Aesch.', 'key': 'prosaiqri/zw'}