Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προπύλαιος
πρόπυλον
προπυνθάνομαι
πρόπυργος
προρέω
πρόρρησις
πρόρρητος
πρόρριζος
προσάββατον
προσαγγέλλω
προσαγορευτέος
προσαγορεύω
προσάγω
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγός
προσᾴδω
προσαιθρίζω
προσαιρέομαι
προσαΐσσω
προσαιτέω
View word page
προσαγορευτέος
προσαγορευτέος προσᾰγορευτέος, η, ον, verb. adj. from προσᾰγορεύω to be called or named, Plat. προσαγορευτέον, one must call, τινά τι Arist.
ShortDef
to be called
Debugging
Headword:
προσαγορευτέος
Headword (normalized):
προσαγορευτέος
Headword (normalized/stripped):
προσαγορευτεος
IDX:
27822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27855
Key:
prosagoreute/os
Data
{'content': 'προσαγορευτέος\n προσᾰγορευτέος, η, ον,\n verb. adj. from προσᾰγορεύω\n to be called or named, Plat.\n προσαγορευτέον, one must call, τινά τι Arist.', 'key': 'prosagoreute/os'}