Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προπρηνής
προπροκυλίνδομαι
πρόπρυμνα
προπύλαιος
πρόπυλον
προπυνθάνομαι
πρόπυργος
προρέω
πρόρρησις
πρόρρητος
πρόρριζος
προσάββατον
προσαγγέλλω
προσαγορευτέος
προσαγορεύω
προσάγω
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγωγός
προσᾴδω
προσαιθρίζω
View word page
πρόρριζος
πρόρριζος πρόρ-ριζος, ον, ῥίζα by the roots, root and branch, utterly, Lat. radicitus, Il.; πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν Hdt.; ἐκτρίβειν Eur.; πρόρριζος ἔφθαρται Soph.
ShortDef
by the roots, root and branch, utterly
Debugging
Headword:
πρόρριζος
Headword (normalized):
πρόρριζος
Headword (normalized/stripped):
προρριζος
IDX:
27819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27852
Key:
pro/rrizos
Data
{'content': 'πρόρριζος\n πρόρ-ριζος, ον,\n ῥίζα\n by the roots, root and branch, utterly, Lat. radicitus, Il.; πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν Hdt.; ἐκτρίβειν Eur.; πρόρριζος ἔφθαρται Soph.', 'key': 'pro/rrizos'}