πρόρριζος
πρόρριζος
πρόρ-ριζος, ον,
ῥίζα
by the roots, root and branch, utterly, Lat. radicitus, Il.; πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν Hdt.; ἐκτρίβειν Eur.; πρόρριζος ἔφθαρται Soph.
{
"content": "πρόρριζος\n πρόρ-ριζος, ον,\n ῥίζα\n by the roots, root and branch, utterly, Lat. radicitus, Il.; πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν Hdt.; ἐκτρίβειν Eur.; πρόρριζος ἔφθαρται Soph.",
"key": "pro/rrizos"
}