Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόποσις
προπότης
πρόπους
προπράσσω
προπρεών
προπρηνής
προπροκυλίνδομαι
πρόπρυμνα
προπύλαιος
πρόπυλον
προπυνθάνομαι
πρόπυργος
προρέω
πρόρρησις
πρόρρητος
πρόρριζος
προσάββατον
προσαγγέλλω
προσαγορευτέος
προσαγορεύω
προσάγω
View word page
προπυνθάνομαι
προπυνθάνομαι fut. -πεύσομαι aor2 προὐπυθόμην Dep.:— to learn by inquiring before, hear beforehand, Hdt., Thuc.
ShortDef
to learn by inquiring before, hear beforehand
Debugging
Headword:
προπυνθάνομαι
Headword (normalized):
προπυνθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
προπυνθανομαι
IDX:
27814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27847
Key:
propunqa/nomai
Data
{'content': 'προπυνθάνομαι\n fut. -πεύσομαι\n aor2 προὐπυθόμην\n Dep.:— to learn by inquiring before, hear beforehand, Hdt., Thuc.', 'key': 'propunqa/nomai'}