Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προπομπεύω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεύομαι
προπορίζομαι
πρόποσις
προπότης
πρόπους
προπράσσω
προπρεών
προπρηνής
προπροκυλίνδομαι
πρόπρυμνα
προπύλαιος
πρόπυλον
προπυνθάνομαι
πρόπυργος
προρέω
πρόρρησις
View word page
προπράσσω
προπράσσω Attic -ττω fut. ξω to do before, Arist., Luc. to exact, Aesch.

ShortDef

to do before

Debugging

Headword:
προπράσσω
Headword (normalized):
προπράσσω
Headword (normalized/stripped):
προπρασσω
IDX:
27807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27840
Key:
propra/ssw

Data

{'content': 'προπράσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to do before, Arist., Luc.\n to exact, Aesch.', 'key': 'propra/ssw'}