Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
προπολεύω
πρόπολος
προπομπεύω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεύομαι
προπορίζομαι
πρόποσις
προπότης
πρόπους
προπράσσω
προπρεών
προπρηνής
προπροκυλίνδομαι
πρόπρυμνα
προπύλαιος
View word page
προπορεύομαι
προπορεύομαι Pass., with aor1 mid., to go before or forward, Xen. to come forward, Polyb. to be promoted, advance, Polyb.
ShortDef
to go before
Debugging
Headword:
προπορεύομαι
Headword (normalized):
προπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προπορευομαι
IDX:
27802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27835
Key:
proporeu/omai
Data
{'content': 'προπορεύομαι\n Pass., with aor1 mid., to go before or forward, Xen.\n to come forward, Polyb.\n to be promoted, advance, Polyb.', 'key': 'proporeu/omai'}