Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προπλέω
πρόπλοος
προποδίζω
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
προπολεύω
πρόπολος
προπομπεύω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεύομαι
προπορίζομαι
πρόποσις
προπότης
πρόπους
προπράσσω
προπρεών
View word page
προπομπή
προπομπή προπομπή, ἡ, προπέμπω an attending, escorting, Xen.:— a processional escort, Plut.

ShortDef

an attending, escorting

Debugging

Headword:
προπομπή
Headword (normalized):
προπομπή
Headword (normalized/stripped):
προπομπη
IDX:
27798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27831
Key:
propomph/

Data

{'content': 'προπομπή\n προπομπή, ἡ,\n προπέμπω\n an attending, escorting, Xen.:— a processional escort, Plut.', 'key': 'propomph/'}