Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προπιστεύω
προπλέω
πρόπλοος
προποδίζω
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
προπολεύω
πρόπολος
προπομπεύω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεύομαι
προπορίζομαι
πρόποσις
προπότης
πρόπους
προπράσσω
View word page
προπομπεύω
προπομπεύω fut. σω προπομπός to go before in a procession, τινός before him or it, Luc.

ShortDef

to go before in a procession

Debugging

Headword:
προπομπεύω
Headword (normalized):
προπομπεύω
Headword (normalized/stripped):
προπομπευω
IDX:
27797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27830
Key:
propompeu/w

Data

{'content': 'προπομπεύω\n fut. σω\n προπομπός\n to go before in a procession, τινός before him or it, Luc.', 'key': 'propompeu/w'}