προπόλευμα
προπόλευμα
προπόλευμα, ατος, τό,
service done, πρ. δάφνης its service or use, = πρόπολος δάφνη, Eur.
from προπολεύω
{
"content": "προπόλευμα\n προπόλευμα, ατος, τό,\n service done, πρ. δάφνης its service or use, = πρόπολος δάφνη, Eur.\n from προπολεύω",
"key": "propo/leuma"
}