Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προπηλάκισις
προπηλακιστικῶς
προπίνω
προπίπτω
προπιστεύω
προπλέω
πρόπλοος
προποδίζω
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
προπολεύω
πρόπολος
προπομπεύω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεύομαι
προπορίζομαι
View word page
προπολεμέω
προπολεμέω fut. ήσω to make war for or in defence of another, τινός Isocr., etc.; ὑπέρ τινος Plat.: absol., οἱ προπολεμοῦντες the guards or defenders of a country, Plat.; τὸ προπολεμῆσον the body intended to act as guards, Arist.

ShortDef

to make war for

Debugging

Headword:
προπολεμέω
Headword (normalized):
προπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
προπολεμεω
IDX:
27793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27826
Key:
propoleme/w

Data

{'content': 'προπολεμέω\n fut. ήσω\n to make war for or in defence of another, τινός Isocr., etc.; ὑπέρ τινος Plat.: absol., οἱ προπολεμοῦντες the guards or defenders of a country, Plat.; τὸ προπολεμῆσον the body intended to act as guards, Arist.', 'key': 'propoleme/w'}