Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακιστικῶς
προπίνω
προπίπτω
προπιστεύω
προπλέω
πρόπλοος
προποδίζω
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
προπολεύω
πρόπολος
προπομπεύω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεύομαι
View word page
προποιέω
προποιέω fut. ήσω to do before or beforehand, Hdt.; absol., προποιῆσαι to make the first move, Thuc. to prepare beforehand, plup. pass. προεπεποίητο Hdt.

ShortDef

to do before

Debugging

Headword:
προποιέω
Headword (normalized):
προποιέω
Headword (normalized/stripped):
προποιεω
IDX:
27792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27825
Key:
propoie/w

Data

{'content': 'προποιέω\n fut. ήσω\n to do before or beforehand, Hdt.; absol., προποιῆσαι to make the first move, Thuc.\n to prepare beforehand, plup. pass. προεπεποίητο Hdt.', 'key': 'propoie/w'}