Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προπετής
προπηδάω
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακιστικῶς
προπίνω
προπίπτω
προπιστεύω
προπλέω
πρόπλοος
προποδίζω
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
προπολεύω
πρόπολος
προπομπεύω
προπομπή
προπομπός
προπονέω
View word page
προποδίζω
προποδίζω only in pres πούς to advance the foot, Il.

ShortDef

to advance the foot

Debugging

Headword:
προποδίζω
Headword (normalized):
προποδίζω
Headword (normalized/stripped):
προποδιζω
IDX:
27790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27823
Key:
propodi/zw

Data

{'content': 'προποδίζω\n only in pres\n πούς\n to advance the foot, Il.', 'key': 'propodi/zw'}