Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προπέτεια
προπετής
προπηδάω
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακιστικῶς
προπίνω
προπίπτω
προπιστεύω
προπλέω
πρόπλοος
προποδίζω
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
προπολεύω
πρόπολος
προπομπεύω
προπομπή
προπομπός
View word page
πρόπλοος
πρόπλοος πρό-πλους, ουν, sailing before or in advance, αἱ πρόπλοι νῆες the leading ships, Thuc.

ShortDef

(adj) sailing before
(n) sailing before

Debugging

Headword:
πρόπλοος
Headword (normalized):
πρόπλοος
Headword (normalized/stripped):
προπλοος
IDX:
27789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27822
Key:
pro/plous

Data

{'content': 'πρόπλοος\n πρό-πλους, ουν,\n sailing before or in advance, αἱ πρόπλοι νῆες the leading ships, Thuc.', 'key': 'pro/plous'}