Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προπέρυσι
προπετάννυμι
προπέτεια
προπετής
προπηδάω
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακιστικῶς
προπίνω
προπίπτω
προπιστεύω
προπλέω
πρόπλοος
προποδίζω
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
προπολεύω
πρόπολος
προπομπεύω
View word page
προπιστεύω
προπιστεύω fut. σω to trust or believe beforehand, Xen., Dem.

ShortDef

to trust

Debugging

Headword:
προπιστεύω
Headword (normalized):
προπιστεύω
Headword (normalized/stripped):
προπιστευω
IDX:
27787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27820
Key:
propisteu/w

Data

{'content': 'προπιστεύω\n fut. σω\n to trust or believe beforehand, Xen., Dem.', 'key': 'propisteu/w'}