Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόπειρα
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπέρυσι
προπετάννυμι
προπέτεια
προπετής
προπηδάω
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακιστικῶς
προπίνω
προπίπτω
προπιστεύω
προπλέω
πρόπλοος
προποδίζω
προποδών
προποιέω
προπολεμέω
προπόλευμα
View word page
προπηλακιστικῶς
προπηλακιστικῶς from προπηλᾰκίζω contumeliously, Dem.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπηλακιστικῶς
Headword (normalized):
προπηλακιστικῶς
Headword (normalized/stripped):
προπηλακιστικως
IDX:
27784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27817
Key:
prophlakistikw=s

Data

{'content': 'προπηλακιστικῶς\n from προπηλᾰκίζω\n contumeliously, Dem.', 'key': 'prophlakistikw=s'}