Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρό
προαγγέλλω
πρόπειρα
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπέρυσι
προπετάννυμι
προπέτεια
προπετής
προπηδάω
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακιστικῶς
προπίνω
προπίπτω
προπιστεύω
προπλέω
πρόπλοος
προποδίζω
προποδών
προποιέω
View word page
προπηλακίζω
προπηλακίζω fut. Attic ιῶ from πῆλαξ πηλός to bespatter with mud or to trample in the mire: metaph. to treat with contumely, to abuse foully, τινά Soph., Thuc., etc.:—Pass., ἰδὼν προπεπηλακισμένην τὴν φιλοσοφίαν Plat. c. acc. rei, to throw in oneʼs teeth, Dem.

ShortDef

to bespatter with mud

Debugging

Headword:
προπηλακίζω
Headword (normalized):
προπηλακίζω
Headword (normalized/stripped):
προπηλακιζω
IDX:
27782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27815
Key:
prophlaki/zw

Data

{'content': 'προπηλακίζω\n fut. Attic ιῶ\n from πῆλαξ πηλός\n to bespatter with mud or to trample in the mire: metaph. to treat with contumely, to abuse foully, τινά Soph., Thuc., etc.:—Pass., ἰδὼν προπεπηλακισμένην τὴν φιλοσοφίαν Plat.\n c. acc. rei, to throw in oneʼs teeth, Dem.', 'key': 'prophlaki/zw'}