Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προπείθω
πρό
προαγγέλλω
πρόπειρα
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπέρυσι
προπετάννυμι
προπέτεια
προπετής
προπηδάω
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακιστικῶς
προπίνω
προπίπτω
προπιστεύω
προπλέω
πρόπλοος
προποδίζω
προποδών
View word page
προπηδάω
προπηδάω fut. ήσομαι to spring before, τῶν ἄλλων Luc. to spring forward from, c. gen., Babr.

ShortDef

to spring before

Debugging

Headword:
προπηδάω
Headword (normalized):
προπηδάω
Headword (normalized/stripped):
προπηδαω
IDX:
27781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27814
Key:
prophda/w

Data

{'content': 'προπηδάω\n fut. ήσομαι\n to spring before, τῶν ἄλλων Luc.\n to spring forward from, c. gen., Babr.', 'key': 'prophda/w'}